σεραπιάς

σεραπιάς
σερᾱπιάς (also [full] σᾰρᾱπιάς Ps.-Dsc.3.127), άδος, ,
A Salep, Orchis longicruris, Dsc.3.127, Plin.HN26.95.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σεραπιάς — άδος, η, ΝΑ, και σαραπιάς Α νεοελλ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών, που ανήκει στην οικογένεια ορχιδίδες τής τάξης ορχιδώδη, με 10 περίπου είδη αρχ. το φυτό όρχις ο άρρην, κν. σήμερα γνωστό ως σερνικοβότανο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σέραπις / Σάραπις …   Dictionary of Greek

  • σαραπιάς — ἡ, Α βλ. σεραπιάς …   Dictionary of Greek

  • τριόρχης — ὁ, Α 1. μτφ. αυτός που έχει τρεις όρχεις, ο λάγνος, ο ασυγκράτητος σεξουαλικά 2. ονομασία αρπακτικού πτηνού 3. ονομασία τού φυτού κενταυρίς* 4. ονομασία τού φυτού σεραπιάς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + ὄρχις, κατά τα αρσ. σε ης (πρβλ. ἔν ορχης). Κατ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”